- ἐκπτυσσόμενα
- ἐκπτύσσωunfoldpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπιδίστρα — (aspidistra). Πολυετές φυτό της οικογένειας των λειριιδών, χωρίς βλαστό, αλλά με μεγάλα (40 50 εκ.) πράσινα ή ποικιλόχρωμα γυαλιστερά φύλλα, εκπτυσσόμενα κατευθείαν από τα υπόγεια ριζώματα. Έχει άνθη μικρά, ωχροπόρφυρα, κρυμμένα. Πολύ διαδεδομένη … Dictionary of Greek